GLOSSARY ENTRY (DERIVED FROM QUESTION BELOW) | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
|
09:57 May 11, 2006 |
English to Greek translations [PRO] Tech/Engineering - Computers (general) | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
|
| ||||||
| Selected response from: Vicky Papaprodromou Greece Local time: 23:35 | ||||||
Grading comment
|
Summary of answers provided | ||||
---|---|---|---|---|
4 +8 | γάμα |
|
Discussion entries: 1 | |
---|---|
γάμα Explanation: Κώστα μου, εγώ συνήθως το μεταφράζω έτσι ακριβώς όπως το είπες: παράγοντας γάμα η τιμή του γάμα χωρίς εισαγωγικά ή τίποτε άλλο. Υπενθυμίζω ότι το γράμμα γράφεται με ένα -μ- στις μέρες μας (το ΜΕΛ θεωρεί καθαρευουσιάνικη τη γραφή με διπλό -μ-, το λεξικό Μπαμπινιώτη βλέπει και τις δύο γραφές, όπως και η ΕΛΕΤΟ, ο Κριαράς έχει τη γραφή με διπλό -μ- και το ΛΚΝ δεν μπορώ να το δω γιατί δεν ανοίγει ο σύνδεσμος του Κόμβου). Εξάλλου η γραφή με ένα -μ- αρμόζει, θαρρώ, σε άπασες τις δημοκρατικές δυνάμεις.:-))) -------------------------------------------------- Note added at 24 mins (2006-05-11 10:21:16 GMT) -------------------------------------------------- Και το ΛΚΝ: γάμα το [γáma] O (άκλ.) : 1. ονομασία του τρίτου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και Γ, γ): Kεφαλαίο / μικρό ~. 2. οτιδήποτε έχει το σχήμα του κεφαλαίου γράμματος Γ: Kαναπές / σύνθετο σε σχήμα ~. || (ειδικότ. ποδ.) το τμήμα της εστίας που βρίσκεται στη συμβολή του οριζόντιου δοκαριού με καθένα από τα δύο κάθετα: M΄ ένα δυνατό σουτ έστειλε την μπάλα στο ~ (της εστίας). [λόγ. < αρχ. γάμμα (σημιτ. προέλ., πρβ. αραμ. gamlā, εβρ. gāmāl)· αρχ. προφ. [gamma], μετά την ελνστ. εποχή [γamma, γama]· (δες και Γ)] |
| |
Grading comment
| ||