19:57 Jun 7, 2005 |
German to Greek translations [PRO] Medical - Medical (general) | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
|
| ||||||
| Selected response from: Andras Mohay (X) Local time: 01:52 | ||||||
Grading comment
|
Summary of answers provided | ||||
---|---|---|---|---|
3 +4 | απραξία |
| ||
5 | άπρακτος, -η, -ο(ν) |
| ||
4 | απραξίας |
|
άπρακτος, -η, -ο(ν) Explanation: άπρακτος [ápraktos] untätig απραξία (F.) [apraxía] Untätigkeit (F.) Reference: http://www.answers.com/apractic |
| |
Login to enter a peer comment (or grade) |
απραξία Explanation: Έχεις δίκιο, Τίνα, προέρχεται από το Apraxie, και μάλλον θα το αποδώσεις "διαταραχές απραξίας", μια και δεν μπορώ να βρω πουθενά αναφορά για επίθετο "απρακτικός" Στα αγγλικά, apraxia και apractic, αν σε βοηθά. Γνωστικές λειτουργίες (Αφασία, Απραξία, Αγνωσία) www.parisianos.gr/details/24-001.htm 3.2 Απραξία/Αφασία/Αγνωσία. • Απραξία: Με τον όρο αυτό περιγράφεται η ανικανότητα εκτέλεσης εκούσιων και σκόπιμων ενεργειών... www.europarl.eu.int/stoa/publi/pdf/briefings/501_el.pdf Ακουστική αλαλία- ακουστική αγνωσία- λεκτική απραξία. www.rc.teipir.gr/sepsite/log.htm Δες κι εδώ: http://www.med.auth.gr/db/dictionary1/gr/searchresult.asp?se... |
| |