https://www.proz.com/personal-glossaries/108062-english-greek-medical-pharmaceutical-medical-devices-clinical-trials-ema-etc

Translation glossary: English-Greek (medical, pharmaceutical, medical devices, clinical trials, EMA, etc.)

Creator:
Filter
Reset
Showing entries 1-50 of 342
Next »
 
(αρτηριακά) στελέχηarterial trunks 
греческий (новогреческий) => английский
(oxygen) conserverσυσκευή εξοικονόμησης οξυγόνου, (;) εξοικονομητής οξυγόνου 
английский => греческий (новогреческий)
*Υπόσκληρος* όγκος (tumor)moderately hard tumour 
греческий (новогреческий) => английский
1,2-propanediol,1-acetate1-οξική προπανο-1,2-διόλη | οξικός 2-υδροξυπροπυλεστέρας | οξικό 2-υδροξυπροπύλιο 
английский => греческий (новогреческий)
3T sellar MRIμαγνητική τομογραφία τουρκικού εφιππίου 3T 
английский => греческий (новогреческий)
a dialysis probeμήλη (αιμο)κάθαρσης 
английский => греческий (новогреческий)
A disintegrinμια δισιντεγκρίνη 
английский => греческий (новогреческий)
a female luer lock hubθηλυκός ομφαλός Luer Lock 
английский => греческий (новогреческий)
a treatment of physician's choice (TPC)Αγωγή Επιλογής του Ιατρού ή Αγωγή Επιλεγμένη από Ιατρό (ΑΕΙ) 
английский => греческий (новогреческий)
A-weighted RMS sound pressure levelΑ-σταθμισμένη/σταθμισμένη-Α μέση τετραγωνική τιμή (rms) της πίεσης του ήχου 
английский => греческий (новогреческий)
abductorαπαγωγός
 
английский => греческий (новогреческий)
abductor digiti minimiαπαγωγός του μικρού δακτύλου
 
английский => греческий (новогреческий)
abductor digiti minimi pedisαπαγωγός του μικρού δακτύλου του ποδός
 
английский => греческий (новогреческий)
abductor digiti quintiαπαγωγός του μικρού δακτύλου
 
английский => греческий (новогреческий)
abductor digiti quinti pedisαπαγωγός του μικρού δακτύλου του ποδός
 
английский => греческий (новогреческий)
abductor muscleαπαγωγός μυς
 
английский => греческий (новогреческий)
abductor ossis metatarsi quintiαπαγωγός των οστών του μετακαρπίου
 
английский => греческий (новогреческий)
abductor pollicis brevisβραχύς απαγωγός του αντίχειρα
 
английский => греческий (новогреческий)
abductor pollicis brevisβραχύς απαγωγός του αντίχειρα
 
английский => греческий (новогреческий)
accelerator urinaeβολβοσηραγγώδης μυς
 
английский => греческий (новогреческий)
across temporal and spatial proximityγια τη χρονική και χωρική εγγύτητας (γειτνίασης) 
английский => греческий (новогреческий)
address (here)εξετάζω, αντιμετωπίζω, επιλαμβάνομαι 
английский => греческий (новогреческий)
adductorπροσαγωγός
 
английский => греческий (новогреческий)
adductor hallucisπροσαγωγός του μεγάλου δακτύλου του ποδιού
 
английский => греческий (новогреческий)
adductor hallucisπροσαγωγός του μεγάλου δακτύλου του ποδιού
 
английский => греческий (новогреческий)
adductor magnusμέγας προσαγωγός
 
английский => греческий (новогреческий)
adductor muscleπροσαγωγός μυς
 
английский => греческий (новогреческий)
adductor pollicisπροσαγωγός του αντίχειρα
 
английский => греческий (новогреческий)
adductor pollicisπροσαγωγός του αντίχειρα
 
английский => греческий (новогреческий)
affected muscleπάσχων μυς
 
английский => греческий (новогреческий)
allele dose codingκωδικοποίηση δόσεων αλληλομόρφων, κωδικοποίηση δόσης αλληλομόρφου 
английский => греческий (новогреческий)
anconeus muscleαγκωνιαίος μυς
 
английский => греческий (новогреческий)
anesthesia rotationκυκλικό πρόγραμμα εκπαίδευσης στην αναισθησιολογία 
английский => греческий (новогреческий)
antegrade / retrograde placementορθόδρομη / παλίνδρομη τοποθέτηση 
английский => греческий (новогреческий)
anterior muscleπρόσθιος μυς
 
английский => греческий (новогреческий)
anterior scaleneσκαληνός πρόσθιος
 
английский => греческий (новогреческий)
Antibody to Hepatitis B surface Antigen (Humain)αντίσωμα έναντι του επιφανειακού αντιγόνου του ιού της ηπατίτιδας Β (HbsAg) 
английский => греческий (новогреческий)
antibrachial extensorsεκτείνοντες του αντιβράχιου
 
английский => греческий (новогреческий)
antibrachial flexorsκαμπτήρες του αντιβράχιου
 
английский => греческий (новогреческий)
antibrachiumαντιβράχιο
 
английский => греческий (новогреческий)
aortic cross clampingαποκλεισμός αορτής 
английский => греческий (новогреческий)
apical endpointΚορυφαίο τελικό σημείο 
английский => греческий (новогреческий)
are under-diagnosedυποδιαγιγνώσκονται 
английский => греческий (новогреческий)
arrestores pilorum muscleμυς ορθωτήρας των τριχών
 
английский => греческий (новогреческий)
articularis genus or subcrureus muscleμυς αρθρικός του γόνατος ή υπομηρίδιος μυς
 
английский => греческий (новогреческий)
artifactualψευδής, εικονική, ως αποτέλεσμα ψευδούς ευρήματος 
английский => греческий (новогреческий)
arytenoideus transversus muscleεγκάρσιος αρυταινοειδής μυς
 
английский => греческий (новогреческий)
atorvastatin calcium trihydrateασβεστιούχος ατορβαστατίνη, τριένυδρη / τριένυδρη ασβεστιούχος ατορβαστατίνη 
английский => греческий (новогреческий)
auricular anteriorωτιαίος πρόσθιος
 
английский => греческий (новогреческий)
auricular muscleμυς του ώτος
 
английский => греческий (новогреческий)
Next »
All of ProZ.com
  • All of ProZ.com
  • Поиск термина
  • Заказы
  • Форумы
  • Multiple search