To see the desired glossary, please select the language and then the field of expertise.

    Home
    • Greek
      • Social Science, Sociology, Ethics, etc.
        • Search
          • Term
            • επισιτιστική ανασφάλεια
          • Additional fields of expertise
          • Definition(s)
            • ένα άτομο βρίσκεται σε «επισιτιστική ανασφάλεια» (food insecurity) ή «επισιτιστική ένδεια» (food poverty) όταν δεν έχει ασφαλή πρόσβαση σε επαρκείς ποσότητες ασφαλών και θρεπτικών τροφίμων για τη φυσιολογική του ανάπτυξη και για μια δραστήρια και υγιή ζωή. ΙΟΒΕ - by Nick Lingris
          • Example sentence(s)
            • Μεγάλη αύξηση της επισιτιστικής ανασφάλειας σε παιδιά - Καθημερινή by Nick Lingris
            • Η κρίση επισιτιστικής ανασφάλειας στις ΗΠΑ ήταν ανησυχητική ακόμη και πριν από την πανδημία του Covid-19, όταν τουλάχιστον 37 εκατομμύρια άνθρωποι ζούσαν σε νοικοκυριά χωρίς επαρκείς πόρους για να εγγυηθούν συνεπή πρόσβαση σε αρκετή τροφή για μια υγιή ζωή. - in.gr by Nick Lingris
            • Το 60% 16 χιλιάδων οικογενειών -συνολικά 32.358 μαθητές- αντιμετώπισαν επισιτιστική ανασφάλεια, ενώ το 23% εξ αυτών (περίπου 8.000) επισιτιστική ανασφάλεια με πείνα κατά το έτος 2012. - Wiktionary by Nick Lingris
          • Related KudoZ question
  • Compare this term in: Albanian, Arabic, German, English, Spanish, Persian (Farsi), French, Italian, Portuguese

The glossary compiled from Glossary-building KudoZ is made available openly under the Creative Commons "By" license (v3.0). By submitting this form, you agree to make your contribution available to others under the terms of that license.

Creative Commons License